- ασκιαγράφητος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει απεικονιστεί με σκιαγραφία2. εκείνος για τον οποίο δεν έχει γίνει σύντομη περιγραφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαγραφώ. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.